- χλωράλη
- Οργανική ουσία, που προέρχεται από την ακεταλδεΰδη με αντικατάσταση τριών ατόμων υδρογόνου με χλώριο (γι’ αυτό λέγεται και τριχλωρακεταλδεΰδη (CCl3–CHO). Την παρασκεύασε πρώτη φορά ο Γιούστους φον Λίμπιχ το 1832, από χλώριο και αιθυλική αλκοόλη: η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται και σήμερα στη βιομηχανία. Η χ. είναι υγρό ελαιώδες, άχρωμο, ερεθιστικής οσμής. Στερεοποιείται στους -57°C και βράζει στους 98°C με το νερό σχηματίζει μια ένωση, τον υδρίτη της χ.· με τα οξέα πολυμερίζεται, σχηματίζοντας τη μεταχλωράλη, και με την επίδραση των καυστικών αλκαλίων μετασχηματίζεται σε χλωροφόρμιο. Η χ. είναι ενδιαφέρον ενδιάμεσο προϊόν για τη σύνθεση των DDT.
Η χ. χρησιμοποιήθηκε κατά το παρελθόν ως αναισθητικό, για την υπνωτική επίδρασή της, αλλά σήμερα εγκαταλείφθηκε επειδή σε μερικές περιπτώσεις παρατηρήθηκε παραλυτική δράση της στην καρδιά· τείνει επίσης να καταργηθεί και ως καταπραϋντικό.
* * *και παλ. τ. χλωριάλη, η, Νχημ. άκυκλη οργανική ένωση, τριχλωριωμένο παράγωγο τής ακεταλδεΰδης, γνωστή και ως τριχλωρακεταλδεΰδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cloral < χλωρός + κατάλ. -άλη τής χημ. ορολογίας].
Dictionary of Greek. 2013.